εξόρμηση — η (AM ἐξόρμησις) ορμητική επίθεση, ἔφοδος νεοελλ. 1. ορμητική επίθεση από οχυρωμένη τοποθεσία εναντίον τού εχθρού 2. ανάληψη πρωτοβουλίας με σύντονες ενέργειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού («εξόρμηση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τους… … Dictionary of Greek
ἐξορμήση — ἐξόρμησις urging on fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμήσῃ — ἐξορμήσηι , ἐξόρμησις urging on fem dat sg (epic) ἐξορμάω send forth aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐξορμάω send forth aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐξορμάω send forth fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐξορμάω send forth aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμήσηι — ἐξόρμησις urging on fem dat sg (epic) ἐξορμήσῃ , ἐξορμάω send forth aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐξορμήσῃ , ἐξορμάω send forth aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐξορμήσῃ , ἐξορμάω send forth fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐξορμήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδρομή — η (AM ἐκδρομή) 1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση 2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ. μσν. 1. (για χρόνο) πέρασμα αρχ. 1. εξόρμηση, έφοδος 2. το σύνολο … Dictionary of Greek
προεκδρομή — ἡ, Α (ιδίως για στρατιωτικό απόσπασμα ανίχνευσης και επίθεσης εκτός γραμμής) εξόρμηση, επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδρομή «εξόρμηση, έφοδος»] … Dictionary of Greek
συνεκδρομή — ἡ, ΜΑ 1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος 2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό τής ρημ. ενέργειας τού ρ. συνεκτρέχω] … Dictionary of Greek
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
ανακάχλασις — ἀνακάχλασις ( εως), η (Μ) [ἀνακαχλάζω] εξόρμηση, ξεχείλισμα … Dictionary of Greek